ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γονατίζω (ρ.) γονατίζω [ɣonaˈtizo] Μισθ., Τελμ. γονατίζου [ɣonˈatizu] Μισθ., Φάρασ. γονατσ̑ίζω [ɣonaˈtʃiˈzo] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. γονατσ̑ίζου [ɣonaˈtʃiˈzu] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. qονατίζω [qonaˈtizo] Μαλακ., Φλογ. Παρατατ. γονάτιζα [ɣoˈnatiza] Τελμ. Αόρ. γονάτσ̑ιζα [ɣoˈnatʃiza] Σίλ. Αόρ. γονάτ'σ̑α [ɣoˈnatʃa] Γούρδ. Προστ. γονάδα [ɣoˈnaða] Μισθ. Αρχ. ρ. γονατίζω.
Γονατίζω, λυγίζω τα πόδια μου και στηρίζω τον κορμό μου πάνω στα γόνατα ό.π.τ. : Γονάτσ̑ισα στα γόνατά μου απάνου (Γονάτισα, έπεσα στα γόνατα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γονάδα τσι φίλα ντου χέρι τ’ (Γονάτισε και φίλα το χέρι του) Μισθ. -Κοτσαν. Χριστού και Παναγίας το 'κόνισμα ομbρό αστεναριού αδελφό γονάτ'σ̑ε (Ο αδελφός του αρρώστου γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Χριστού κα της Παναγίας) Γούρδ. -Καράμπ. Φέρισ̑καν τότε το δεσπότη· γονάτιζεν σο μορμόρι τ' και κάνισ̑κε τρισάγιο (Έφερναν τότε τον δεσπότη· γονάτιζε στο μνήμα του και έκανε τρισάγιο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ντιζλεντίζω, υπογονατίζω :1
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025