γονατίζω
(ρ.)
γονατίζω
[ɣonaˈtizo]
Μισθ., Τελμ.
γονατίζου
[ɣonˈatizu]
Μισθ., Φάρασ.
γονατσ̑ίζω
[ɣonaˈtʃiˈzo]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
γονατσ̑ίζου
[ɣonaˈtʃiˈzu]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
qονατίζω
[qonaˈtizo]
Μαλακ., Φλογ.
Παρατατ.
γονάτιζα
[ɣoˈnatiza]
Τελμ.
Αόρ.
γονάτσ̑ιζα
[ɣoˈnatʃiza]
Σίλ.
Αόρ.
γονάτ'σ̑α
[ɣoˈnatʃa]
Γούρδ.
Προστ.
γονάδα
[ɣoˈnaða]
Μισθ.
Αρχ. ρ. γονατίζω.
Γονατίζω, λυγίζω τα πόδια μου και στηρίζω τον κορμό μου πάνω στα γόνατα
ό.π.τ.
:
Γονάτσ̑ισα στα γόνατά μου απάνου
(Γονάτισα, έπεσα στα γόνατα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γονάδα τσι φίλα ντου χέρι τ’
(Γονάτισε και φίλα το χέρι του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χριστού και Παναγίας το 'κόνισμα ομbρό αστεναριού αδελφό γονάτ'σ̑ε
(Ο αδελφός του αρρώστου γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Χριστού κα της Παναγίας)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Φέρισ̑καν τότε το δεσπότη· γονάτιζεν σο μορμόρι τ' και κάνισ̑κε τρισάγιο, ψάλλισ̑κεν για την ψυχή του και αναπαυόταν
(Έφερναν τότε τον δεσπότη· γονάτιζε στο μνήμα του και έκανε τρισάγιιο, έψαλλε για την ψυχή του και αναπαυόταν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ντιζλεντίζω, υπογονατίζω