γονατίζω
(ρ.)
γονατίζω
[ɣonaˈtizo]
Μισθ., Τελμ.
γονατίζου
[ɣonˈatizu]
Μισθ., Φάρασ.
γονατσ̑ίζω
[ɣonaˈtʃiˈzo]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
γονατσ̑ίζου
[ɣonaˈtʃiˈzu]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
qονατίζω
[qonaˈtizo]
Μαλακ., Φλογ.
Παρατατ.
γονάτιζα
[ɣoˈnatiza]
Τελμ.
Αόρ.
γονάτσ̑ιζα
[ɣoˈnatʃiza]
Σίλ.
Αόρ.
γονάτ'σ̑α
[ɣoˈnatʃa]
Γούρδ.
Προστ.
γονάδα
[ɣoˈnaða]
Μισθ.
Αρχ. ρ. γονατίζω.
Γονατίζω, λυγίζω τα πόδια μου και στηρίζω τον κορμό μου πάνω στα γόνατα
ό.π.τ.
:
Γονάτσ̑ισα στα γόνατά μου απάνου
(Γονάτισα, έπεσα στα γόνατα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γονάδα τσι φίλα ντου χέρι τ’
(Γονάτισε και φίλα το χέρι του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χριστού και Παναγίας το 'κόνισμα ομbρό αστεναριού αδελφό γονάτ'σ̑ε
(Ο αδελφός του αρρώστου γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Χριστού κα της Παναγίας)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Φέρισ̑καν τότε το δεσπότη· γονάτιζεν σο μορμόρι τ' και κάνισ̑κε τρισάγιο
(Έφερναν τότε τον δεσπότη· γονάτιζε στο μνήμα του και έκανε τρισάγιο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ντιζλεντίζω, υπογονατίζω :1
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025