γονάτισμα
(ουσ. ουδ.)
γονάτσ̑ισμα
[ɣoˈnatʃizma]
Αραβαν., Γούρδ.
qονάτισμα
[qoˈnatizma]
Μαλακ.
γονάτημα
[ɣoˈnatima]
Μισθ., Φάρασ.
Νεότ. ουσ. γονάτισμα.