ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γονάτισμα (ουσ. ουδ.) γονάτσ̑ισμα [ɣoˈnatʃizma] Αραβαν., Γούρδ. qονάτισμα [qoˈnatizma] Μαλακ. γονάτημα [ɣoˈnatima] Μισθ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. γονάτισμα.
Η ενέργεια ή το απoτέλεσμα του ρ. γονατίζω ό.π.τ. Συνών. ντιζλέντημα
Τροποποιήθηκε: 28/03/2025