ντιμπέκι
(ουσ. ουδ.)
ντιμπιάτσ'
[diˈbʝats]
Μισθ.
τιπέκι
[tiˈpeci]
Φάρασ.
ντουbα̈́τσ'
[duˈbæts]
Μισθ.
τουπέκι
[tuˈpeci]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τουπα̈́κι
[tuˈpæci]
Αφσάρ.
ντουbέι
[duˈbei]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. ουσ. dibek = γουδί, όπου και διαλεκτ. τύπ. dübek.
1. Γουδί
ό.π.τ.
:
Ντώσ' σου ντιπιάτσ' απέσ’ ντα σκόρδα
(Χτύπα τα σκόρδα μέσα στο γουδί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάμου τα κουπανίσκινι πέτασαν σο τουπέκι 'πέσου
(Καθώς τα κοπάνιζε πετάχτηκαν μέσα από το γουδί, ενν. τα σκόρδα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ντουbέι σε κοπανίσου σκόρντους
(Mε το γουδί θα κοπανίσω το σκόρδο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Αζ̑μές πάλ' σταφίις είνdι, δα σταφίις κουπανάς τα… Nτα σταφίις κουπανίζουμ' ντα σου ντουbα̈́τσ', τσι βάζουν τσι νερό μέσα, τσι νίιδι δου, όχι, ντ' α̈ζμα̈́ς
(Το εζμέ πάλι είναι σταφίδες, τις σταφίδες τις κοπανάς… Τις σταφίδες τις κοπανάμε στο γουδί, και βάζουμε και νερό μέσα, και γίνεται το, όχι, το εζμέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γουδί, Πβ.
σκορδοκόπανος :1, Συνών.
τακατούκα, χαβάνι
2. Νηστίσιμη σούπα με λιωμένες φακές και πλιγούρι
Αξ., Σίλατ.