ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλκί (ουσ. ουδ.) ντιλκίς [dilˈcis] Αραβαν. ντιλκί [dilʹci] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. tilki = αλεπού, όπου και διαλεκτ. τύπ. dilki.
Αλεπού ό.π.τ. : Το ντιλκίς έφυγε και τα σ̑κϋλιά ντέμ μπορ'σαν να το πιάσουν (Η αλεπού έφυγε, και τα σκυλιά δεν μπόρεσαν να την πιάσουν) Αραβαν. -Dawk. || Φρ. Σον το ντιλκίς μη ντϋσ̑ϋντΰεις (Μη σκέφτεσαι σαν αλεπού˙ μην είσαι ύπουλος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το ντιλκίς, έdωκαν ντο ένα έμρι κι εκείνο έdωκε ντο σο γουιρούχ̑ι τ' (Έδωσαν διαταγή στην αλεπού κι εκείνη την έδωσε στην ουρά της˙ για διαταγή η οποία μετακυλίει σε διαφορετικούς υπευθύνους χωρίς να πραγματοποιείται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αλεπίκα, αλεπός, αλεπού