ντιλκί
(ουσ. ουδ.)
ντιλκίς
[dilˈcis]
Αραβαν.
ντιλκί
[dilʹci]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. tilki = αλεπού, όπου και διαλεκτ. τύπ. dilki.
Αλεπού
ό.π.τ.
:
Το ντιλκίς έφυγε και τα σ̑κϋλιά ντέμ μπορ'σαν να το πιάσουν
(Η αλεπού έφυγε, και τα σκυλιά δεν μπόρεσαν να την πιάσουν)
Αραβαν.
-Dawk.
|| Φρ.
Σον το ντιλκίς μη ντϋσ̑ϋντΰεις
(Μη σκέφτεσαι σαν αλεπού˙ μην είσαι ύπουλος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ντιλκίς, έdωκαν ντο ένα έμρι κι εκείνο έdωκε ντο σο γουιρούχ̑ι τ'
(Έδωσαν διαταγή στην αλεπού κι εκείνη την έδωσε στην ουρά της˙ για διαταγή η οποία μετακυλίει σε διαφορετικούς υπευθύνους χωρίς να πραγματοποιείται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αλεπίκα, αλεπός, αλεπού