ντιλίκι
(ουσ. ουδ.)
ντιλίκ'
[diˈlik]
Αξ.
ντιλίτσ'
[diˈlits]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dilik ή tilik = σχιζάφτικο (ζώο) (THADS 4, λ. dilik 10, λ. tilik I).
1. Σχισμή στα πλάγια του ενδύματος αντερί
Αξ., Τσαρικ.
2. Σχίσιμο αφτιού ζώου ως αναγνωριστικό σημάδι ιδιοκτησίας
Μισθ.