ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλίκι (ουσ. ουδ.) ντιλίκ' [diˈlik] Αξ. ντιλίτσ' [diˈlits] Μισθ., Τσαρικ. Πληθ. τιλίκια [tiʹlica] Σίλατ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dilik ή tilik = σχιζάφτικο (ζώο) (THADS 4, λ. dilik 10, λ. tilik I).
1. Σχισμή στα πλάγια του ενδύματος αντερί Αξ., Σίλατ., Τσαρικ.
2. Σχίσιμο αφτιού ζώου ως αναγνωριστικό σημάδι ιδιοκτησίας Μισθ.