ντιρέκωμα
(ουσ. ουδ.)
ντιουράκουμα
[dʝuˈrakuma]
Μισθ.
Από το ρ. ντιρεκώνω, όπου και τύπ. ντιουρακώνου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Στύση πέους
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025