ντιρέκωμα
(ουσ. ουδ.)
ντιουράκουμα
[dʝuʹrakuma]
Μισθ.
Από το ρ. ντιρεκώνω, όπου και τύπ. ντιουρακώνου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Στύση πέους