ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρέμ (ουσ. ουδ.) ντιρέμ [diˈrem] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. τιράμι [tiˈrami] Φάρασ. ντιράμ' [diˈram] Μισθ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. dirhem, όπου και διαλεκτ. τύπ. direm (< αραβ. ή περσ. dirham) = α) δράμι β) είδος ασημένιου νομίσματος (όπου και παλ. και διαλεκτ. τύπ. direm (Tietze 2016: direm, THADS, λ. direm I)), το οπ. από το ελλ. δραχμή.
1. Δράμι, το 1/400 της οκάς ό.π.τ. : Επήρε ένα ντιρέμ κιριάς, και έφαεν (Πήρε ένα δράμι κρεάς και έφαγε) Ουλαγ. -Dawk. Χ̇ερ ντο μέρα αλμέισ̑γκαν ντο, και παίρισ̑γκαν γΰζ ντιρέμ γάλα (Κάθε μέρα το άρμεγαν και παίρνανε εκατό δράμια γάλα) Ουλαγ. -Dawk.
2. Eλάχιστη ποσότητα Μισθ., Ουλαγ. : Ντιράμ μελό ντέν έεις (Δεν έχεις καθόλου μυαλό) Μισθ. -Κοτσαν. Ντέσ’ με ένα ντιρέμ ψωμί (Δώσε μου λίγο ψωμί) Ουλαγ. -Κεσ. Ένα ντιρέμ μπιλέ με ντο ντίνεις (Ούτε ένα δράμι μην του δίνεις) Ουλαγ. -Κεσ.
3. Βαρίδι ζυγαριάς Φλογ. : Ετό, τ' εμέτιρ χωριανός, τιρέμια δεν έχισ̑κεν και λέγ' σα ναίκες «Τιρέμια δεν έχω, έχω το κροθιά μ', φερέτ' ας το ζ̑υγιάσομε με το qορχιά μ', το qορχιά μ' μισή οκά ’ναι (Αυτός, ο συγχωριανός μας, δεν είχε βαρίδια στη ζυγαριά του και λέει στις γυναίκες: «Βαρίδια δεν έχω έχω την γροθιά μου, φέρτε να το ζυγίσουμε με την γροθιά μου, η γροθιά μου είναι μισή οκά») Φλογ. -ΙΛΝΕ 811