ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβάνι (ουσ. ουδ.) χαβάνι [xaˈvani] Σίλ., Φάρασ. χαβάν' [xaˈvan] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. χαβά [xaˈva] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. χαβάνι (Λεξ. Παπαγ., λ. 555 (γουδί), σ. 33), το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. havan = α) γουδί β) καπνοκοπτικό μηχάνημα.
1. Γουδί Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. : Μι τ' χαβάνι σε κουπανίσου σκόρντους (Με το γουδί θα κοπανίσω σκόρδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έπαρ' το χαβάν' και φάισέ το, ας φύγουν τα κλέφτ' (Πάρε το γουδί και χτύπα το, να φύγουν οι κλέφτες, ενν. να τρομάξουν από το θόρυβο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γουδί, ντιμπέκι, Πβ. σκορδοκόπανος :1, Συνών. τακατούκα
2. Καπνοκοπτικό μηχάνημα Φάρασ.