χαβάνι
(ουσ. ουδ.)
χαβάνι
[xaˈvani]
Σίλ., Φάρασ.
χαβάν'
[xaˈvan]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
χαβά
[xaˈva]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. χαβάνι (Λεξ. Παπαγ., λ. 555 (γουδί), σ. 33), το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. havan = α) γουδί β) καπνοκοπτικό μηχάνημα.
1. Γουδί
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
:
Μι τ' χαβάνι σε κουπανίσου σκόρντους
(Με το γουδί θα κοπανίσω σκόρδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έπαρ' το χαβάν' και φάισέ το, ας φύγουν τα κλέφτ'
(Πάρε το γουδί και χτύπα το, να φύγουν οι κλέφτες, ενν. να τρομάξουν από το θόρυβο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γουδί, ντιμπέκι, Πβ.
σκορδοκόπανος :1, Συνών.
τακατούκα
2. Καπνοκοπτικό μηχάνημα
Φάρασ.