μάν-μαναχός
(επίθ.)
μάν-μαναχό
[ʹmanmanaʹxo]
Αραβαν., Μισθ.
Aπό το επίθ. μοναχός, όπου και τύπ. μαναχό, με εμφατ. αναδιπλ.
Εντελώς μόνος, ολομόναχος
:
'πόμα μάν-μαναχό μ'
(Απέμεινα ολομόναχος)
Μισθ.
-Μακρ.
Μαν-μαναχό σ' 'σι νταρά τσαού; ντα κ'λάτσ̑α δεν έρουντι;
(Ολομόναχη είσαι τώρα εδώ; Τα παιδιά δεν έρχονται;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εκείνα τιάλα καχόδαν μάν-μαναχά τ'νι, ντα χωράφια, τις παίνιξι σα χωράφια;
(Εκείνες πώς κάθονταν εντελώς μόνες τους (ενν. όταν οι άντρες έλειπαν), τα χωράφια, ποιός πήγαινε στα χωράφια;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Nα βγω όξου σου μπαχτσ̑ά να κάτσου μαν μαναχό μ';
(Να βγω έξω στον κήπο να κάτσω μοναχή μου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.