ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάν-μαναχός (επίθ.) μάν-μαναχό [ʹmanmanaʹxo] Αραβαν., Μισθ. Aπό το επίθ. μοναχός, όπου και τύπ. μαναχό, με εμφατ. αναδιπλ.
Εντελώς μόνος, ολομόναχος : 'πόμα μάν-μαναχό μ' (Απέμεινα ολομόναχος) Μισθ. -Μακρ. Μαν-μαναχό σ' 'σι νταρά τσαού; ντα κ'λάτσ̑α δεν έρουντι; (Ολομόναχη είσαι τώρα εδώ; Τα παιδιά δεν έρχονται;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εκείνα τιάλα καχόδαν μάν-μαναχά τ'νι, ντα χωράφια, τις παίνιξι σα χωράφια; (Εκείνες πώς κάθονταν εντελώς μόνες τους (ενν. όταν οι άντρες έλειπαν), τα χωράφια, ποιός πήγαινε στα χωράφια;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Nα βγω όξου σου μπαχτσ̑ά να κάτσου μαν μαναχό μ'; (Να βγω έξω στον κήπο να κάτσω μοναχή μου;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.