μερακλής
(επίθ.)
μερακλής
[meraˈklis]
Μισθ.
μερακλούς
[meraˈklus]
Σίλ.
μεραχλούς
[meraˈxlus]
Σινασσ., Φάρασ.
μεραγλι̂́ς
[meraˈɣlɯs]
Φερτάκ.
μερακλού
[meraˈklu]
Μαλακ.
Θηλ.
μεραχλούσα
[meraˈxlusa]
Φάρασ.
Ουδ.
μερακλίδικο
[meraʹkliðiko]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίθ. meraklı.
1. Mελαγχολικός, στεναχωρημένος
ό.π.τ.
:
Μεραχλούς άνθρωπος
(Άνθρωπος με καημό, άνθρωπος με πόθο)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
Πατισ̑άχης μερακλούς παγαίνει σπίτσιν του
(Ο βασιλιάς πηγαίνει σπίτι του στεναχωρημένος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Να τ͑ο π͑άρεις ντέ 'ναι, να μη χατώ μεραγλι̂́ς
(Δεν πρέπει να τον παντρευτείς, για να μην πεθάνω λυπημένος)
Φερτάκ.
-Thumb
Εκείνα τα πρωτσινά τραγούδια ήσαν μερακλίδικα, τραγούδειναμ’ και έκλαιγαμ’
(Eκείνα τα παλιά τραγούδια ήταν μερακλίδια, τραγουδούσαμε και κλαίγαμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Αυτός ο οποίος έχει κλίση σε κάτι
Μαλακ., Φάρασ.