ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερακλής (επίθ.) μερακλής [meraˈklis] Μισθ. μερακλούς [meraˈklus] Σίλ. μεραχλούς [meraˈxlus] Σινασσ., Φάρασ. μεραγλι̂́ς [meraˈɣlɯs] Φερτάκ. μερακλού [meraˈklu] Μαλακ. Θηλ. μεραχλούσα [meraˈxlusa] Φάρασ. Ουδ. μερακλίδικο [meraʹkliðiko] Τελμ. Από το τουρκ. επίθ. meraklı.
1. Mελαγχολικός, στεναχωρημένος ό.π.τ. : Μεραχλούς άνθρωπος (Άνθρωπος με καημό, άνθρωπος με πόθο) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Πατισ̑άχης μερακλούς παγαίνει σπίτσιν του (Ο βασιλιάς πηγαίνει σπίτι του στεναχωρημένος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Να τ͑ο π͑άρεις ντέ 'ναι, να μη χατώ μεραγλι̂́ς (Δεν πρέπει να τον παντρευτείς, για να μην πεθάνω λυπημένος) Φερτάκ. -Thumb Εκείνα τα πρωτσινά τραγούδια ήσαν μερακλίδικα, τραγούδειναμ’ και έκλαιγαμ’ (Eκείνα τα παλιά τραγούδια ήταν μερακλίδια, τραγουδούσαμε και κλαίγαμε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Αυτός ο οποίος έχει κλίση σε κάτι Μαλακ., Φάρασ.