ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μενουσής (επίθ.) μενουσής [menuˈsis] Γούρδ. Αγν. ετύμ. Πιθ. από το τουρκ. επίθ. memsus = δαιμονισμένος ή από το τουρκ. επίθ. mensi = α) ξεχασμένος β) αφρόντιστος (Redhouse).
Ανόητος
Τροποποιήθηκε: 30/01/2025