μενουσής
(επίθ.)
μενουσής
[menuˈsis]
Γούρδ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το τουρκ. επίθ. memsus = δαιμονισμένος ή από το τουρκ. επίθ. mensi = α) ξεχασμένος β) αφρόντιστος (Redhouse).
Ανόητος