μεμουνσούζη
(επίθ.)
μεμουνσούζη
[memunˈsuzi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. memnunsuz = δυσαρεστημένος, μη ικανοποιημένος.
Αχάριστος -η -ο
Συνών.
χαΐνης