ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μένι (ουσ. ουδ.) Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το αρχ. ουσ. μένος. Εναλλακτικά, από το νεότ. ουσ. μένι = παρεμπόδιση (φρ. κάνω μένι κάποιον, πβ. Συναδ. Χρον. 189r), το οπ. από το τουρκ. ουσ. men = α) απαγόρευση β) παρεμπόδιση.
Μένος, οργή : || Φρ. Να 'ινείς του μένι (Να γίνεις της οργής˙ να (εξ)οργιστείς) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. αζγουνλούχι, νταρίλντημα :1, οργή, χίσμι, χολή :2