μαχαιριάρης
(ουσ. αρσ.)
μαχαιριάρ'
[maçeˈrʝar]
Φλογ.
Από το ουσ. μαχαίρι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Συνθηματικά, ο χωροφύλακας
Συνών.
αγαπητικός :2