μαχσένι
(ουσ. ουδ.)
μαχσένι
[maxˈseni]
Σινασσ.
μαχζέμι
[maxˈzemi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mahzen = υπόγεια αποθήκη (< αραβ. maḫzan = α) δεξαμενή β) αποθήκη).
1. Χτιστή δεξαμενή νερού για πότισμα σε κήπους
Σινασσ.
Συνών.
απανωλάκκι, γούρνα :2, μουσλούκι :3, σαρνίτσι, χαβούζι
2. Αποθήκη, κελλάρι
Φερτάκ.
:
Πααίγκιν σο μαχζέμι, θεκνίγκιν αν τουρλού γεμέκα σο τεψί μπρο του τζαι φταίγκιν α ζόρι φάγεμα
(Πήγαινε στο κελάρι, έβαζε μια ποικιλία φαγητά στο ταψί μπροστά της και έκανε ένα θαυμάσιο γεύμα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
κελλάρι, παχνί :2, φοσσί :2
Τροποποιήθηκε: 21/04/2025