ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχσένι (ουσ. ουδ.) μαχσένι [maxˈseni] Σινασσ. μαχζέμι [maxˈzemi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. mahzen = υπόγεια αποθήκη (< αραβ. maḫzan = α) δεξαμενή β) αποθήκη).
1. Χτιστή δεξαμενή νερού για πότισμα σε κήπους Σινασσ. Συνών. απανωλάκκι, γούρνα :2, μουσλούκι :3, σαρνίτσι, χαβούζι
2. Αποθήκη, κελλάρι Φερτάκ. : Πααίγκιν σο μαχζέμι, θεκνίγκιν αν τουρλού γεμέκα σο τεψί μπρο του τζαι φταίγκιν α ζόρι φάγεμα (Πήγαινε στο κελάρι, έβαζε μια ποικιλία φαγητά στο ταψί μπροστά της και έκανε ένα θαυμάσιο γεύμα) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. κελλάρι, παχνί :2, φοσσί :2
Τροποποιήθηκε: 21/04/2025