μάχομαι
(ρ. αποθ.)
μάχομαι
[ˈmaxome]
Σινασσ.
Aρχ. ρ. μάχομαι.
Εχθρεύομαι
:
Με μάχεται
(Με εχθρεύεται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.