μεγαλίζω
(ρ.)
με'αλίζω
[meaˈlizo]
Αραβ.
Αόρ.
με'άλισα
[meˈalisa]
Αραβ.
μεγάλιασα
[meˈɣaʎasa]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ρ. μεγαλίζω (< αρχ. μεγαλίζομαι = μεγαλοπιάνομαι). Η λ. και στον Σομ.