ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγαλίζω (ρ.) μεαλίζω [meaˈlizo] Αραβ. Αόρ. μεάλισα [meʹalisa] Αραβ. μεγάλιασα [meˈɣaʎasa] Φερτάκ. Από το μεταγν. ρ. μεγαλίζω (< αρχ. μεγαλίζομαι = μεγαλοπιάνομαι). Η λ. και στον Σομ.
Μεγαλώνω ό.π.τ. : Μεάλισεν το φέγγος (Μεγάλωσε το φεγγάρι) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Συνών. αυξάνω