ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγέρ (σύνδ.) μεγέρ [meˈʝer] Αξ., Σίλ., Τελμ. μεέρ [meˈer] Μισθ., Σίλ. μάαρ [ʹmaar] Μισθ. Από τον νεότ. σύνδ. μεγέρ (Mackridge 2021: 37, 227), ο οπ. από τον τουρκ. (< περσ.) σύνδ. meğer = α) αλλά, όμως β) ίσως.
1. Όμως ό.π.τ. : Μεγέρ το σ̑αφκι̂ του Ντουνιά γκϋζελιδιού 'τουν, του καθότουν σο μεϊβάν' απάνω (Όμως ήταν η λάμψη της Πεντάμορφης, που καθόταν πάνω στο δέντρο) Τελμ. -Dawk. Σέμα σ’ ένα μύλο μέσα να μπουσουνdούσω ντεγί, μέγερ ντιαβόλ' γιατάχ' 'τον (Μπήκε μέσα σ' ένα μύλο για να προφυλαχτώ, όμως φαίνεται πως ήταν λημέρι διαβόλου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ψήφ' τα σκυλί, μεέρ τσότουν λύκους (Νόμιζα ότι ήταν σκυλί, όμως ήταν λύκος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Μέερ πέσανε γαμπρός τσης Ν̑ίκος, είσ̑ι πολ̑ύ μεράχι (Όμως πέθανε ο γαμπρός της ο Νίκος, είχε μεγάλη στεναχώρια) Σίλ. -Καρίπ.
2. Όπως φαίνεται, λογικά, ώστε λοιπόν ό.π.τ. : Μεγέρ ζηρμόνησιν ντα βλόημαν ντου (Όπως φαίνεται ξέχασε το γάμο του) Σίλ. -Dawk. Mάαρ πήις ντετσ̑ού (Ώστε πήγες εκεί) Μισθ. -Κοτσαν. Ιμείς τσαού μέερ γίνιξι, γίνιξι, τσι τυρί φέριξι, ξέρου, γίνιξι! (Εμείς εδώ λογικά έδινε, έδινε, και τυρί έφερνε, το ξέρω, έφερνε!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιάι τί νι ντροπή μαάρ, ούτσα δέ 'νι; (Γιατί τι είναι ντροπή τέλος πάντων, έτσι δεν είναι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντου μουλάρ' μαάρ έφ'χι (Το μουλάρι μάλλον έφυγε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Μήπως, σάμπως, σάματις Μισθ. : Σάιξαμ' βόϊα, λε, τσόαν κρεοπωλεία μάαρ; (Σφάζαμε βόδια, λέει, σάμπως υπήρχαν κρεοπωλεία;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ