ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεθύζω (ρ.) μεθύζω [meˈθizo] Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. μερύζω [meˈrizo] Αραβαν., Γούρδ. μεγύζω [meˈʝizo] Αξ. μεσύζου [meˈsizu] Σίλ. μισύζου [miˈsizu] Σίλ. με'ύζου [meˈizu] Μισθ. Αόρ. μέτσα [ˈmetsa] Σινασσ., Φάρασ. μέσσα [ˈmesa] Φλογ. μέυσα [ˈmeisa] Μισθ. μέρ'σα [ˈmersa] Αραβαν., Γούρδ. Παθ. με'ύζ΄μι [meˈizmi] Μισθ. Μτχ. Παθ. μεθυσμένο [meθiˈzmeno] Φλογ. μεσυσμένους [mesiˈzmenus] Σίλ. με'υσμένου [meiˈzmenu] Μισθ. μερυσμένο [meriˈzmeno] Αραβαν. μεγυσμένο [meʝiʹzmeno] Αξ. Από το μεσν. ρ. μεθύζω, το οπ. από μεσν. ρ. μεθῶ (< αρχ. μεθύω) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Αμτβ., μεθώ, περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης ό.π.τ. : Ετό παν μέρα, παν νύχτα μεθύσ̑' (Αυτός κάθε μέρα, κάθε νύχτα μεθάει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Μεσύζει χελ βραντύ (Μεθάει κάθε βράδυ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρώκα του νιαν κούπα κρασί, μέσ̑υσι (Του έδωσα μιά κούπα κρασί, (και) μέθυσε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Aπ’ τελεμεριώς πγίν' τσ̑ι με'ύζ' σου τοκάν' (Aπό το πρωί πίνει και μεθάει στο καφενείο) Μισθ. -Κοτσαν. Iσύ με γκιαλαντζεύεις, τσ̑είσι με'υσμένου (Εσύ μη μιλάς, είσαι μεθυσμένος) Μισθ. -Κοτσαν. Ήπιεν, ήπιεν, μέτ'σεν (Ήπιε, ήπιε, μέθυσε) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ετό απ΄ εσέ μεγυσμένο ’ναι (Αυτός είναι πιο μεθυσμένος από σένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έπε το φσ̑άχι ραχί, μέτσε, τσ̑υλίστη (Το αγόρι ήπιε ρακί, μέθυσε, αποκοιμήθηκε) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. 'γώ έπα, σύ μέτ'σες (Εγώ ήπια, εσύ μέθυσες˙ για κάποιον που κάνει φασαρία για ξένες στεναχώριες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Το τσανό ασό μεθυσμένο φοβήθεν (O τρελός από το μεθυσμένο φοβήθηκε˙ η μέθη είναι πολύ επικίνδυνη, χειρότερη από τρέλα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το τσανό ασ’ το μεγυσμένο έφ’χεν (Ο τρελός από τον μεθυσμένο έφυγε μακριά˙ το ίδιο) -Μαυρ.-Κεσ. Βερεσιέρια ότσ̑ις ‘πίν, ερυό φαρἀς μερύσ’ (Όποιος πίνει βερεσέ, δυό φορές μεθάει˙ όταν πληρώνει ή υφίσταται τις συνέπειες άλλος, εκμεταλλευόμαστε την κατάσταση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το πσ̑ίν’ αϊλάχ κρασ̑ί κανείς, όλ’μέρα μεγυσμένο ’ναι (Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, είναι όλη μέρα μεθυσμένος˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Μτβ., μεθώ κάποιον, κάνω κάποιον να μεθύσει Αξ.