μεθύζω
(ρ.)
μεθύζω
[meˈθizo]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
μερύζω
[meˈrizo]
Αραβαν., Γούρδ.
μεγύζω
[meˈʝizo]
Αξ.
μεσύζου
[meˈsizu]
Σίλ.
μισύζου
[miˈsizu]
Σίλ.
με'ύζου
[meˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
μέτσα
[ˈmetsa]
Σινασσ., Φάρασ.
μέσσα
[ˈmesa]
Φλογ.
μέυσα
[ˈmeisa]
Μισθ.
μέρ'σα
[ˈmersa]
Αραβαν., Γούρδ.
Παθ.
με'ύζ΄μι
[meˈizmi]
Μισθ.
Μτχ. Παθ.
μεθυσμένο
[meθiˈzmeno]
Φλογ.
μεσυσμένους
[mesiˈzmenus]
Σίλ.
με'υσμένου
[meiˈzmenu]
Μισθ.
μερυσμένο
[meriˈzmeno]
Αραβαν.
μεγυσμένο
[meʝiʹzmeno]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. μεθύζω, το οπ. από μεσν. ρ. μεθῶ (< αρχ. μεθύω) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Αμτβ., μεθώ, περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης
ό.π.τ.
:
Ετό παν μέρα, παν νύχτα μεθύσ̑'
(Αυτός κάθε μέρα, κάθε νύχτα μεθάει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Μεσύζει χελ βραντύ
(Μεθάει κάθε βράδυ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ρώκα του νιαν κούπα κρασί, μέσ̑υσι
(Του έδωσα μιά κούπα κρασί, (και) μέθυσε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Aπ’ τελεμεριώς πγίν' τσ̑ι με'ύζ' σου τοκάν'
(Aπό το πρωί πίνει και μεθάει στο καφενείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Iσύ με γκιαλαντζεύεις, τσ̑είσι με'υσμένου
(Εσύ μη μιλάς, είσαι μεθυσμένος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήπιεν, ήπιεν, μέτ'σεν
(Ήπιε, ήπιε, μέθυσε)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ετό απ΄ εσέ μεγυσμένο ’ναι
(Αυτός είναι πιο μεθυσμένος από σένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έπε το φσ̑άχι ραχί, μέτσε, τσ̑υλίστη
(Το αγόρι ήπιε ρακί, μέθυσε, αποκοιμήθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
'γώ έπα, σύ μέτ'σες
(Εγώ ήπια, εσύ μέθυσες˙ για κάποιον που κάνει φασαρία για ξένες στεναχώριες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το τσανό ασό μεθυσμένο φοβήθεν
(O τρελός από το μεθυσμένο φοβήθηκε˙ η μέθη είναι πολύ επικίνδυνη, χειρότερη από τρέλα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το τσανό ασ’ το μεγυσμένο έφ’χεν
(Ο τρελός από τον μεθυσμένο έφυγε μακριά˙ το ίδιο)
-Μαυρ.-Κεσ.
Βερεσιέρια ότσ̑ις ‘πίν, ερυό φαρἀς μερύσ’
(Όποιος πίνει βερεσέ, δυό φορές μεθάει˙ όταν πληρώνει ή υφίσταται τις συνέπειες άλλος, εκμεταλλευόμαστε την κατάσταση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το πσ̑ίν’ αϊλάχ κρασ̑ί κανείς, όλ’μέρα μεγυσμένο ’ναι
(Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, είναι όλη μέρα μεθυσμένος˙ το ίδιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Μτβ., μεθώ κάποιον, κάνω κάποιον να μεθύσει
Αξ.
Συνών.
σαρχολαντίζω