μεγαλοσύνη
(ουσ. θηλ.)
μεγαλοσ̑ύν'
[meɣaloʹʃin]
Αξ.
μεγαλοψύμ'
[meɣaloˈpsim]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
μεγαλοψ̑ύμια
[meɣaloˈpʃimɲa]
Αξ.
Aπό το μεταγν. ουσ. μεγαλωσύνη, με το επίθμ. -σύνη, όπου και τύπ. -ψύμ'
Τα ώριμα χρόνια της ηλικίας
ό.π.τ.
Πβ.
μικροσύνη