ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγαλοσύνη (ουσ. θηλ.) μεγαλοσ̑ύν' [meɣaloˈʃin] Αξ. μεγαλοψύμ' [meɣaloˈpsim] Μαλακ., Μισθ. Πληθ. μεγαλοψ̑ύμια [meɣaloˈpʃimɲa] Αξ. Aπό το μεταγν. ουσ. μεγαλωσύνη, με το επίθμ. -σύνη, όπου και τύπ. -ψύμ'
Τα ώριμα χρόνια της ηλικίας ό.π.τ. Πβ. μικροσύνη
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025