ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχτσούμι (ουσ. ουδ.) μαχσούμι [maxˈsumi] Φάρασ. μαχτσούμι [maxˈtsumi] Φάρασ. μαξούμι [maˈksumi] Τσουχούρ. μαχσίμ [maxˈsim] Ουλαγ. μαχτούμ' [maˈxtum] Αραβαν. μαχσούλι [maxˈsuli] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. ma'sum α) ως επίθ., αθώος β) ως ουσ., μωρό, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahsum (Dawkins 1916: 623), mağsım (Tietze 2018: λ. masum). Λιγότερο πιθ. η προέλευση από το τουρκ. ουσ. mahdum = α) γιός β) άρχοντας (Φωστέρης & Κεσίσογλου 1960: 53).
Μωρό ό.π.τ. : Το μαχτσούμι ηύξησε, ένdουνε αμ παλληκάρι (Το μωρό μεγάλωσε, έγινε ένα παλληκάρι) Φάρασ. -Dawk. Στα δύο τρία χρόνες ποίτζ̑ε η νύφη του δύο μαχτσούμε (Σε δύο τρία χρόνια γέννησε η νύφη του δύο παιδιά) Φάρασ. -Dawk. Πα ποίκω 'γώ δεχούς άνdρα μο τα εννέ μαχσούλε μου, τα ’ρφανά; (Πώς να κάνω εγώ δίχως άντρα με τα εννιά μωρά μου τα ορφανά;) Φάρασ. -Παπαδ. Πάω να βρω το Θεό να μαργαώσω, να με δώσει α μαχτσούμι (Πάω να βρω τον Θεό να μαλώσω, να μου δώσει ένα παιδί) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αφού τζ̑ο φταίνει μαχτσ̑ούμι πρέπει να πάρει α χώρας μαχτσ̑ούμι ν’ αυξήσει (Αφού δεν κάνει παιδί, πρέπει να πάρει ένα ξένο παιδί να μεγαλώσει) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Φρ. Φορτώθη α μαχτσ̑ούμι (Φορτώθηκε ένα παιδί˙ έμεινε έγκυος) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Παροιμ. Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι· του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος (Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος παίρνει άνεμο˙ αν κάποιος παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία, δεν θα καταφέρει να τεκνοποιήσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πιρμή 'εννηθεί το μαχτσούμιν, ιμάτι μη τα φτέν' (Πριν γεννηθεί το μωρό, μην του φτιάχνεις πουκάμισο˙ δεν πρέπει να προτρέχουμε των καταστάσεων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'σ' τα μαχτσούμε τζ̑αι στο δομένο μαθαίν' ντο 'ληθώτικο (Από τα μωρά και από τον τρελό μαθαίνει την αλήθεια˙ οι απονήρευτοι άνθρωποι αποκαλύπτουν την αλήθεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το μαχτσούμι τ' 'α μη κουάψει, βυζί τζ̑ό δίτουν ντα (To μωρό που δεν θα κλάψει, δεν του δίνουν βυζί˙ αν δεν διεκδικήσουμε κάτι, δεν θα το πάρουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βαβά, μαχτσουμόκκο, ταζός, τσανός