αγιωτικός
(επίθ.)
αγιατικό
[aʝatiˈko]
Αραβ.
Πληθ.
αγιωτικά
[aʝotiˈka]
Ανακ.
Μεσν. επίθ. ἁγιωτικός. O τύπ. αγιατικό με προχωρητική αφομ.
1. Σχετικός με τους αγίους
Ανακ.
:
Εμείς ούλο με τ’ αγιωτικά ήταμεστε
(Εμείς ασχολιόμαστε συνέχεια με τα θρησκευτικά μας καθήκοντα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.