ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιωτικός (επίθ.) αγιατικό [aʝatiˈko] Αραβ. Πληθ. αγιωτικά [aʝotiˈka] Ανακ. Μεσν. επίθ. ἁγιωτικός. O τύπ. αγιατικό με προχωρητική αφομ.
1. Σχετικός με τους αγίους Ανακ. : Εμείς ούλο με τ’ αγιωτικά ήταμεστε (Εμείς ασχολιόμαστε συνέχεια με τα θρησκευτικά μας καθήκοντα) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Αγιασμένος Αραβ. : Αγιατικό νερό (Αγιασμένο νερό) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Πβ. άγιος