αγίτι
(ουσ. ουδ.)
αγι̂́τ’
[aˈɣɯt]
Ανακ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φλογ.
αγίτ’
[aˈʝit]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. ουσ. ağıt = κλάμα.
Μοιρολόι
ό.π.τ.
:
'ς τα Ιπιτάφια μαζευούταμαστε, καθούταμεστε, εκεί, όλοι μαζί λέγαμ’ τ’ αγι̂́τια
(Στον Επιτάφιο μαζευόμαστε, καθόμασταν εκεί και λέγαμε τους επιτάφιους θρήνους)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
Τ’ εμέτερ’ τ’ αγι̂́τια
(Tα δικά μας τα μοιρολόγια)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
|| Φρ.
Tης Παναγιάς τ’ αγι̂́τια
(Της Παναγίας τα μοιρολόγια˙ Ο επιτάφιος θρήνος της Μ. Παρασκευής)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κλάψιμο