ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισόρπο (ουσ. ουδ.) μισ̑όρπο [miˈʃorpo] Αξ., Καρατζάβ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ. μισόρπου [miˈsorpu] Μισθ., Τροχ. Από το επίθ. ήμισυς, όπου και τύπ. μισός, και το ουσ. ρούπι, με συγκοπή μισόρουπο > μισόρ'πο. Πβ. ρούπι
Μέτρο χωρητικότητας του σταριού που ισούται με 20-24 οκάδες περίπου ό.π.τ. : Ένα μισ̑όρπο πιλιάρ’ (24 περ. οκάδες κριθάρι) Ουλαγ. -Dawk. Τρία μισ̑όρπα κοκκί (72 περίπου οκάδες στάρι, ποσότητα που χωρούσε σε κάθε τσουβάλι) Αξ. -Μαυροχ. Μπασ̑ά μ’ Τουμάς εχτές πήεν πήρε ένα μισόρπου γέλλ’μα ασ’ Καρατζεεdέν (Ο θειός μου ο Θωμάς εχτές πήγε και πήρε 24 οκάδες στάρι από το Καρατζεεντέν) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.