μισόρπο
(ουσ. ουδ.)
μισ̑όρπο
[miˈʃorpo]
Αξ., Καρατζάβ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ.
μισόρπου
[miˈsorpu]
Μισθ., Τροχ.
Από το επίθ. ήμισυς, όπου και τύπ. μισός, και το ουσ. ρούπι, με συγκοπή μισόρουπο > μισόρ'πο.
Πβ.
ρούπι
Μέτρο χωρητικότητας του σταριού που ισούται με 20-24 οκάδες περίπου
ό.π.τ.
:
Ένα μισ̑όρπο πιλιάρ’
(24 περ. οκάδες κριθάρι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τρία μισ̑όρπα κοκκί
(72 περίπου οκάδες στάρι, ποσότητα που χωρούσε σε κάθε τσουβάλι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Μπασ̑ά μ’ Τουμάς εχτές πήεν πήρε ένα μισόρπου γέλλ’μα ασ’ Καρατζεεdέν
(Ο θειός μου ο Θωμάς εχτές πήγε και πήρε 24 οκάδες στάρι από το Καρατζεεντέν)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.