μισιάζω
(ρ.)
μισιάζω
[miˈsçazo]
Δίλ.
Aπό το μεταγν. ρ. ἡμισιάζω = κάνω κάτι μισό.
Γίνομαι μισός
:
Μίσιασεν φένgος
(Το φεγγάρι έγινε μισό)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
μισεριάζω, μισιαρλαντίζω