μιντές
(ουσ. αρσ.)
μιτές
[miˈtes]
Φάρασ.
μιτα̈́ς
[miˈtæs]
Αφσάρ.
μιdέ
[miˈde]
Σίλ.
μιτέ
[miʹte]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. mide = στομάχι.
2. Μτφ., όρεξη, διάθεση
Φάρασ.
:
Κανείς τσ̑ο πορείγκιν να τοχανdίσει σο μιτέ του
(Κανείς δεν μπορούσε να της πειράξει (να της χαλάσει) την διάθεσή της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025