μιντές
(ουσ. αρσ.)
μιτές
[miˈtes]
Φάρασ.
μιdα̈́ς
[miˈdæs]
Αφσάρ.
μιdέ
[miˈde]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. mide = στομάχι.