ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιντές (ουσ. αρσ.) μιτές [miˈtes] Φάρασ. μιτα̈́ς [miˈtæs] Αφσάρ. μιdέ [miˈde] Σίλ. μιτέ [miʹte] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. mide = στομάχι.
1. Στομάχι ό.π.τ. : Κίρυουσε μιdέ μου (Κρύωσε το στομάχι μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. καρδιά :1
2. Μτφ., όρεξη, διάθεση Φάρασ. : Κανείς τσ̑ο πορείγκιν να τοχανdίσει σο μιτέ του (Κανείς δεν μπορούσε να της πειράξει (να της χαλάσει) την διάθεσή της) Φάρασ. -Παπαδ.
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025