μινίκι
(ουσ. ουδ.)
μινίκ'
[miˈnik]
Αξ.
μινίκα
[miʹnika]
Μισθ.
Πληθ.
μινίκια
[miˈnica]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. minik, όπου και διαλεκτ. τύπ. manik = α) μικρούλης και χαριτωμένος β) ως διαλεκτ. σημ., σκυλάκι.