μινίκι
(ουσ. ουδ.)
μινίκ'
[miˈnik]
Αξ.
μινίκα
[miˈnika]
Μισθ.
Πληθ.
μινίκια
[miˈnica]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. minik = σκυλάκι.
Τροποποιήθηκε: 08/09/2025