ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μινίκι (ουσ. ουδ.) μινίκ' [miˈnik] Αξ. μινίκα [miʹnika] Μισθ. Πληθ. μινίκια [miˈnica] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. minik, όπου και διαλεκτ. τύπ. manik = α) μικρούλης και χαριτωμένος β) ως διαλεκτ. σημ., σκυλάκι.
Σκυλάκι, κουτάβι : Έισ̑καν ένα μανίκ’ (Είχαν ένα σκυλάκι) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. κουτίκα, σκυλόπο, ταζί