ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μίλις (ουσ. ουδ.) μίλις [ˈmilis] Αραβαν. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. mil = λασπώδης άμμος, το οπ. από το μεταγν. ἀμύλιον = α) πίττα β) άμυλο > ἄμυλον = αλεύρι ανώτερης ποιότητας που δεν έχει αλεστεί σε μύλο. Βλ. Παπαδόπουλος (1918:128), ΙΛΝΕ, λ. *ἀμύλι και Καραποτόσογλου (2003: 204-205). Βλ. και Nisanyan (2002-2010: mil 2), ο οποίος πιθανολογεί την ετυμολ. του τουρκ. mil από το μεταγν. ουσ. ἄμυλος (και Tietze 2018, λ. mil V).
Άμμος : || Παροιμ. Έφυγε το λερό και ’πόμ’νε το μίλις (Έφυγε το νερό κι έμεινε η άμμος˙ τα σταθερά είναι τα μόνιμα ενώ ό,τι ρέει είναι πρόσκαιρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. άμμος, κούμι :1