μιναρές
(ουσ. αρσ.)
μιναρές
[minaˈres]
Τσουχούρ.
μιναρέ
[minaˈre]
Ανακ.
μιναρα̈́ς
[minaˈræs]
Αφσάρ.
μιν-νερές
[minneˈres]
Φάρασ.
Πληθ.
μιναρέδια
[minaˈreðʝa]
Ανακ.
Νεότ. ουσ. μιναρές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. minare.
Μιναρές
ό.π.τ.
:
Εδά σο ψέλο, ασ’ σα μιναρέδια απάνω να μη βγει
(Τόσο στο ύψος (το κτίριο έπρεπε να είναι), πιο ψηλά από τους μιναρέδες να μην πάει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να ήτουνι α μιναρές ατσεί πάνου λε, να ατσεί ήσαντι τρία ντάμα ουστ ουστουνέ
(Να, ήταν ένας μιναρές εκεί πάνω, λέει, να εκεί ήταν τρεις μαζί ο ένας πάνω στον άλλον)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.