ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιναρές (ουσ. αρσ.) μιναρές [minaˈres] Τσουχούρ. μιναρέ [minaˈre] Ανακ. μιναρα̈́ς [minaˈræs] Αφσάρ. μιν-νερές [minneˈres] Φάρασ. Πληθ. μιναρέδια [minaˈreðʝa] Ανακ. Νεότ. ουσ. μιναρές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. minare.
Μιναρές ό.π.τ. : Εδά σο ψέλο, ασ’ σα μιναρέδια απάνω να μη βγει (Τόσο στο ύψος (το κτίριο έπρεπε να είναι), πιο ψηλά από τους μιναρέδες να μην πάει) Ανακ. -Κωστ.Α. Να ήτουνι α μιναρές ατσεί πάνου λε, να ατσεί ήσαντι τρία ντάμα ουστ ουστουνέ (Να, ήταν ένας μιναρές εκεί πάνω, λέει, να εκεί ήταν τρεις μαζί ο ένας πάνω στον άλλον) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.