ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μινκίνι (επίρρ.) μινκ̇ίνι [minˈkini] Φάρασ. Από το τουρκ. mümkün (< αραβ. munkin) = πιθανόν.
Δυνατόν, πιθανόν : Τρώ’, για του να πλερωθούν τα φαΐά μινκίνι τζ̑ό 'σ̑ει (Tρώει, αλλά να τελειώσουν τα φαγητά δεν υπάρχει περίπτωση) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Η ναίκα του πάλι, είδεν τ’ άνdρα τ’ς τσ̑ολλάνντ’σεν ’σ' τη χολιεσία του, τζ̑αι του να ν’ τα κρατήσει κανείς, μίνκινιν τζ̑ό ’νι (Η γυναίκα του πάλι, είδε που ο άντρας της θέριεψε σαν χείμαρρος από τον θυμὀ, και πού να τον κρατήσει κανένας, δεν υπήρχε περίπτωση) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Μινκ̇ίνι τζ̑ό ’ναι (Δεν είναι πιθανό˙ είναι αδύνατον) Φάρασ. -Αναστασ.