μινκίνι
(επίρρ.)
μινκ̇ίνι
[minˈkini]
Φάρασ.
Από το τουρκ. mümkün (< αραβ. munkin) = πιθανόν.
Δυνατόν, πιθανόν
:
Τρώ’, για του να πλερωθούν τα φαΐά μινκίνι τζ̑ό 'σ̑ει
(Tρώει, αλλά να τελειώσουν τα φαγητά δεν υπάρχει περίπτωση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Η ναίκα του πάλι, είδεν τ’ άνdρα τ’ς τσ̑ολλάνντ’σεν ’σ' τη χολιεσία του, τζ̑αι του να ν’ τα κρατήσει κανείς, μίνκινιν τζ̑ό ’νι
(Η γυναίκα του πάλι, είδε που ο άντρας της θέριεψε σαν χείμαρρος από τον θυμὀ, και πού να τον κρατήσει κανένας, δεν υπήρχε περίπτωση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Μινκ̇ίνι τζ̑ό ’ναι
(Δεν είναι πιθανό˙ είναι αδύνατον)
Φάρασ.
-Αναστασ.