μιρί (II)
(ουσ. ουδ.)
μιρί
[miˈri]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. μιρί = κυβερνητικός φόρος (Mackridge 2021: 222), το οπ. από το τουρκ. ουσ. miri = α) κρατική περιουσία β) διαλεκτ., ενοίκιο, φόρος γης (Redhouse· THADS, λ. miri II).
Φόρος επί της εμπορίας ψαριών
Σινασσ.