μιράβ
(ουσ. αρσ.)
μιράβ
[miˈrav]
Μισθ.
μιρέβ
[miˈrev]
Αξ., Σίλατ.
αμεράβης
[ameˈravis]
Τελμ.
μιράβους
[miˈravus]
Μισθ.
Πληθ.
μιραβγοί
[miraˈvʝi]
Μισθ.
μεράβηδες
[meˈraviðes]
Τελμ.
μιράφουια
[miˈrafuia]
Μισθ.
Αιτ. Πληθ.
μιράφους
[miˈrafus]
Μισθ.
μιράγους
[miˈraɣus]
Μισθ.
μιράους
[miˈraus]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mirav, merav = διανομέας νερού, το οπ. από το περσ. ουσ. mir-ab.
1. Διανομέας νερού που διόριζαν οι γαιοκτήμονες κατά την εποχή του ποτίσματος
Αξ., Σίλατ., Τελμ.
:
Τ’ άη-Ευταθίου αμεράβης τα παρατσαλάσε απ’ εκεί;
(O υδρονόμος του Αγ. Ευσταθίου τα διαμοίρασε αποκεί, ενν. τα νερά;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Αγροφύλακας
Μισθ.
:
Σου χωριό μας έιξαμ’ ντυό μιράφουϊα
(Στο χωριό μας είχαμε δυο αγροφύλακες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να ρωτήσουμ' μιραφιούς, μπέλκιμ' να πάρουμ' ένα χαμπάρ'
(Να ρωτήσουμε τους αγροφύλακες, μήπως να μάθουμε κάποιο νέο, ενν. για τα κλεμμένα μας βόδια)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Τσόουν μιράβους, κυνήγιζι μας επιτσού να μη μπούμ'
(Υπήρχε αγροφύλακας, μας κυνηγούσε από εκεί για να μην μπούμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
μπεκτσής