μικριάζω
(ρ.)
μικριάζω
[miˈkrjazo]
Φλογ.
Υποτ.
μικριάσω
[miˈkrjaso]
Αραβ.
Aπό το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.