μιζμίζα
(επίρρ.)
μουζμούζα
[muˈzmuza]
Φάρασ.
Από το επίθ. μιζμίζης, όπου και τύπ. μουζμούζης, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Με τρόπο νωθρό
Φάρασ.
2. Ύπουλα, πονηρά
Φάρασ.