μιαουλάντημα
(ουσ. ουδ.)
νιαουλάντζ̑ημα
[ɲauʹlandʒima]
Σίλ.
Από το ρ. μιαουλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Νιαούρισμα