ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μήνυμα (ουσ. ουδ.) μήνυμα [ʹminima] Σινασσ. μένεμα [ˈmenema] Αξ. Από το αρχ. ουσ. μήνυμα.
1. Mήνυμα, ειδοποίηση Σινασσ. : || Ασμ. Ο Κωνσταντίνος ο μικρός ο νεοπαντρεμένος,
τον Μάην επαντρεύτηκε, τον Μάη αμπέλι φύτεψε
τον Μάην ήρτε μήνυμα στον πόλεμο να πάγει
(Ο Κωνσταντίνος ο μικρός ο νιόπαντρος,
τον Μάιο παντρεύτηκε, τον Μάιο αμπέλι φύτεψε
τον Μάιο ήρθε ειδοποίηση να πάει στον πόλεμο)
Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Mήνυμα θανάτου (σε κατάρες) Αξ. : || Φρ. Ας έρτ' το μένεμα σ' (Ας έρθει το μήνυμά σου˙ ας έρθει το μήνυμα του θανάτου σου, αρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.