μιγιαντζιλίκ
(ουσ. ουδ.)
μιγιαντζιλίκ
[miʝandziˈlik]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. meyancılık = μεσολάβηση.
Μεσολάβηση
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025