μιαουλατίζω
(ρ.)
μιαουλατίζω
[mɲaulaˈtizo]
Αφσάρ.
μαβλαdι̂́ζω
[mavlaˈdɯzo]
Αξ.
νιαβλατίζω
[ɲavlaˈtizo]
Μαλακ.
μιασλαΐζoυ
[mɲazlaˈizu]
Μισθ.
μιαουλατώ
[mɲaulaˈto]
Φλογ.
νιαβλαdώ
[ɲavlaˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
νιαβλάτ'σα
[ɲaˈvlatsa]
Μαλακ.
Από τουρκ. ρ. miyavlamak = νιαουρίζω, απώτερα ηχομιμητ.Πβ. το ήδη μεσν. ρ. μιαουρίζω (Λεξ. Κριαρ.)
Για γάτα, νιαουρίζω
ό.π.τ.