ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιαουλατίζω (ρ.) μιαουλατίζω [mɲaulaˈtizo] Αφσάρ. μαβλαdι̂́ζω [mavlaʹdɯzo] Αξ. νιαβλατίζω [ɲavlaʹtizo] Μαλακ. μιασλαΐζoυ [mɲazlaˈizu] Μισθ. μιαουλατώ [mɲaulaˈto] Φλογ. νιαβλαdώ [ɲavlaˈdo] Σίλ. Αόρ. νιαβλάτ'σα [ɲaʹvlatsa] Μαλακ. Από τουρκ. ρ. miyavlamak = νιαουρίζω, απώτερα ηχομιμητ.Πβ. το ήδη μεσν. ρ. μιαουρίζω (Λεξ. Κριαρ.)
Για γάτα, νιαουρίζω ό.π.τ.