μη
(μόρ.)
μη
[mi]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ.
με
[me]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
μου
[mun]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μην
[min]
Σεμέντρ., Σίλ.
μεν
[men]
Μισθ.
μουν
[mun]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
νη
[ni]
Σίλ.
Από τον αρχ. σύνδ. μή. Ο τύπ. μην μεσν. O τύπ. νή από συμφυρμό του να μη (Κωστάκης 1968: 94).
1. Αρνητικό μόριο, σε κύριες προτάσεις με υποτακτική, για την δήλωση αρνητικής προστακτικής (προσταγή, παράκληση, προτροπή-παραίνεση, απαγόρευση κ.τ.ο.):
ό.π.τ.
:
Μη στήκνεσαι, παρπάτει!
(Μη στέκεσαι, περπάτα!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Εσ̑ύ μποίκε ότσ̑ι σε λέγω και μη φοβάσαι!
(Εσύ κάνε ό,τι σου λέω και μη φοβάσαι!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μην υπάεις παζάρι
(Μην πας στο παζάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μουν dα σκοτώσ’!
(Μη τον σκοτώσεις!)
Φάρασ.
-Dawk.
Με το σ̑άνεις!
(Μην το κάνεις!)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Άρκαdασ̑', έλα, μέ με σκοτώνεις
(Φίλε, έλα, μη με σκοτώνεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μεν ντου ζορλαΐζεις
(Μην τον ζορίζεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατ͑σόν 'το μη 'νοίζεσαι
(Σε αυτόν μην ανοίγεσαι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ιτιά 'νταρά με ντα γαριστουρτίεις
(Αυτά τώρα μην τ’ άνακατεύεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βαρντάλους να μη δου ρίψ', δου λερό να μη δου πάρ'»
(Ο αέρας να μην το ρίξει, το νερό να μην το πάρει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Με γελάς
(Mη γελάς)
Μισθ.
-Φατ.
Αχ, μου κάην το σπίτι μας
(Αχ, να μην καιγόταν το σπίτι μας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ισ̑αλ-λά μου νάρτ͑ει!
(Μακάρι να μην ἐρθει!)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Είπαν με μη να έρτουν
(Μου είπαν ότι δεν θα έρθουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ετά τύρα μέ τ' ανοίζεις
(Αυτή την πόρτα μη την ανοίξεις)
Αξ.
-Dawk.
Εμένα μη με ζερμονάς
(Εμένα μη με ξεχνάς)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Σύ μένα ζιάνι μου φτένεις
(Εσύ μη μου κάνεις εμένα κακό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μού κατσ̑έφ'!
(Μη μιλάς!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ερ να μη τα ιδώ μο τα φτάλμα̈ μου, τζ̑ο πιστεύω σε
(Aν δε το δω με τα μάτια μου, δεν σε πιστεύω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σοτίπως μη μες δώσει τζ̑αι σε μάς;
(Γιατί να μη μας δώσει κι εμάς;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Νη σε ριούσι τα μάτσ̑α μ'!
(Να μη σε δούν τα μάτια μου!)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ς μη ιδεί μένα!
(Ας μη με δει)
Φάρασ.
-Bağr.
Κακά 'νι ιτό μεν ντου τρώς!
(Αυτό είναι σκατά, μην το τρώς!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
'φτί με κρους
(Μη χτυπάς αφτί˙ μη δίνεις σημασία)
Μισθ.
-Φατ.
|| Παροιμ.
Τ’ όργο σ’ σάσε, μη χαλάς το καριά σ’
(Την δουλειά σου κοίτα, μη χαλάς την καρδιά σου˙ μη στεναχωριέσαι για ασήμαντα πράγματα)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Μο το χορτάρι ση νιστία κοντά μη πααίν’
(Με το μπαρούτι μην πηγαίνεις κοντά στη φωτιά˙ πρέπει να αποφεύγεται η συνάντηση εχθρών ή ερωτευμένων, για την αποφυγή ανεξέλεγκτων καταστάσεων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ασ’ το άλογο μπροστά σο αχούρ’ μη μπαίνεις
(Μην μπαίνεις πριν από το άλογο στο αχούρι˙ μην είσαι βιαστικός και επιπόλαιος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μέγα μούκ’ φα και μεγάλο λόγο με λες
(Μεγάλη μπουκιά φάε και μεγάλο λόγο μη λές˙ για κομπορρημοσύνη και αμετροέπεια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παπάς το λέγ’ μποίκε το, και το παίν’ στράτα με παίνεις
(Ο παπάς ό,τι λέει κάνε το, αλλά τον δρόμο που βαδίζει μην τον πάρεις˙ ακόμη και αξιοσέβαστα πρόσωπα, άλλα λένε και άλλα κάνουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μη κλαις τον κακομάθετο, κλάψε τον καλομάθετο
(Μην κλαις τον κακομαθημένο, κλάψε τον καλομαθημένο˙ οι καλομαθημένοι δεν τα καταφέρνουν στις δυσκολίες)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Αχ, στα, αχ, στα, Γενίτζαρε, στα να σε παραγγεἰλω,
μη την φιλάς εντρέπεται, μη την τζιμπάς φοβάται,
μη σφίγγεις τα δαχτύλια της λιγνά ’ναι και διπλούνται
(Αχ, στάσου, στάσου Γενίτσαρε, στάσου να σου παραγγείλω,μην την φιλάς, ντρέπεται, μην την τσιμπάς, φοβάται,
μη σφίγγεις τα δαχτυλάκια της, λεπτά είναι και λυγίζουν) Σινασσ. -Αρχέλ. Όπου να πάτε άμ’τε με, ’ς τη Δύση μη με παίνετε (Όπου κι αν πάτε, πηγαίν’τε με, στην Δύση μην με πηγαίνετε) Σίλατ. -Φαρασόπ.
μη την φιλάς εντρέπεται, μη την τζιμπάς φοβάται,
μη σφίγγεις τα δαχτύλια της λιγνά ’ναι και διπλούνται
(Αχ, στάσου, στάσου Γενίτσαρε, στάσου να σου παραγγείλω,μην την φιλάς, ντρέπεται, μην την τσιμπάς, φοβάται,
μη σφίγγεις τα δαχτυλάκια της, λεπτά είναι και λυγίζουν) Σινασσ. -Αρχέλ. Όπου να πάτε άμ’τε με, ’ς τη Δύση μη με παίνετε (Όπου κι αν πάτε, πηγαίν’τε με, στην Δύση μην με πηγαίνετε) Σίλατ. -Φαρασόπ.
β.
Αρνητικό μόρ. σε κύριες προτάσεις με προτρεπτική ή παραχωρητική υποτακτική εισαγόμενη με το μόρ. ας
ό.π.τ.
:
Αζ μη τα αρτι̂ρdι̂́ζουμ’ τα γκελετζ̑ά
(Ας μην τα πολυλογούμε
)
Αραβαν.
-Φωστ.
Πέ το κι αζ μη ινανdι̂́σω
(Πές το κι ας μην το πιστέψω
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς μη ιδεί μένα!
(Ας μη με δει
)
Φάρασ.
-Bağr.
2. Αρνητικό μόριο, σε κύριες προτάσεις με υποτακτική (συνοδευόμενη ή μη από τα μόρ. να ή ας), για την δήλωση ευχής-απευχής
ό.π.τ.
:
Χεγός άλλο ατζ̑ι̂́ με σας ντείχ’
(Ο Θεός άλλη πίκρα να μη σας δείξει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ισ̑αλ-λά μου νάρτ͑ει!
(Μακάρι να μην ἐρθει!)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Νη σε ριούσι τα μάτσ̑α μ'!
(Να μη σε δούν τα μάτια μου!)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βαρντάλους να μη δου ρίψ', δου λερό να μη δου πάρ'
(Ο αέρας να μην το ρίξει, το νερό να μην το πάρει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μάσ̑αλα, φτου να μην αμασκιαχείτι!
(Φτου να μη βασκαθείτε!)
Σινασσ., Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Αν δεν μας αρέσουνε το κορίτσι μας, μην το πάρουνε!
(Αν δεν τους αρέσει το κορίτσι μας, ας μην το πάρουνε!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Να μη βγκω σην εβίτζ̑α
(Να μην βγω στην αυγή˙ να μην ξημερωθώ, όρκος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το ψωμί να γενεί λαγός και συ ταζί και να μη το συφτάνεις
(Το ψωμί να γίνει λαγός και συ λαγωνικό και να μην το φτάνεις˙ να πεινάς, να μυρίζεις φαγητό και να μην μπορείς να το φτάσεις, αρά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ντα τσείνdι ομπρό σ’ να ντα συφτάνεις, ντα τσείνdι οπίσου σ’ να μη μπορούν να σι συφτάσ’νι
(Ό,τι είναι μπροστά σου να το φτάνεις, ό,τι είναι πίσω σου να μη σε φτάνει˙ ευχή, τίποτε να μην σταθεί εμπόδιο στην ζωή σου)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Σο νιχέρ’ απ’ κάτω μη εν-νεί και σο βουνί απάνω ας εν-νεί
(Κάτω από την πέτρα, δηλ. νεκρός, ας μην είναι, στο βουνό επάνω, δηλ. χαμένος, ας είναι˙ για ταξιδιώτες και ξενιτεμένους άφαντους για καιρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Αρνητικό μόριο, σε κύριες προτάσεις με οριστική ιστορικού χρόνου, για την δήλωση του απραγματοποίητου, ευχετικά ή δυνητικά
ό.π.τ.
:
Με έρτες!
(Μακάρι να μην ερχόσουν!
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Με σε χιώρ'σα!
(Μακάρι να μη σε έβλεπα!
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αχ, μου κάην το σπίτι μας τσ̑αι μου χάθην η μα μου!
(Αχ, να μην καιγόταν το σπίτι μας και να μην πέθαινε η μάνα μου!
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Με πης!
(Ας μην πήγαινες!
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ορτά να έσταες γκαι με σε φάϊσε
(Ας καθόσουν φρόνιμα, να μη σε έδερνε
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κέσ̑gε τσ̑ην γκόρη μου μη τσ̑η σκότισα, κι να τσ̑ην bάρει σταχτηdζ̑ής
(Μακάρι την κόρη μου να μη την είχα σκοτώσει, κι ας την έπαιρνε ο σταχτιζής
)
Σίλ.
-Dawk.
«Τσ̑ούνουζ ’ναι ετό το παιρί;» «το μό ’ναι, όπ’ να μη έννε»
(«Τίνος είναι αυτό το παιδί;» «Δικό μου είναι, που να μην ήτανε»
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ὀτσι συ μη ήρτις, ᾽γώ είχα μη να νάρτου
(Αν δεν ερχόσουν εσύ, δεν θα είχα έρθει εγώ
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα μανqι̂́ρια αν κι τα είδες 'τον, μη να πουϊτίσ̑νε ήτονε για τα φσ̑άγα
(Αν δεν είχες ασχοληθεί με τα ψιλοπράγματα, δεν θα είχαν βέβαια κρυώσει τα παιδιά
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Να μη σε ’ένντσε η μα σου, να χορτλάτ’σε
(Να μη σε γένναγε η μάνα σου, να έσκαζε
˙
αρά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Σε κύριες ερωτήσεις ολικής και μερικής αγνοίας, άρνηση απορηματικής υποτακτικής
ό.π.τ.
:
Ας το φάγω; μη το φάγω;
(Να το φάω; Να μην το φάω;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να φορώσου ρούχα ρεν έχου· νάχαλα μη ντϋσϋντζήσου;
(Να φορέσω ρούχα δεν έχω· πώς να μην είμαι συλλογισμένος;)
Σίλ.
-Dawk.
Αδελφή μ' το πρόσωπο μαύρο ήτουν· κανείς να μη το κουπάν'σε;
(Το πρόσωπο της αδελφής μου ήταν μαυρισμένο· μήπως την χτύπησε κανένας;)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Άρχισι να σαλεύ’νι ντα ντουβάρια ούλα, να πέσου να μη πέσου λέου
(Άρχισαν να σείονται όλοι οι τοίχοι, να πέσω ή να μην πέσω, λέω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Τι νά ’χω και τι μή ’χω; και τι λόγο μη κλαύσω;
(Τι να έχω και τι να μην έχω; Και τι λόγο να μην κλάψω;)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
γιόξα, μάκαρες
4. Αρνητικό μόριο σε δευτερεύουσες προτάσεις επιθυμίας (βουλητικές, τελικές, υποθετικές) εισαγόμενες με το μόρ. να ή/και συνδέσμους όπως αν, για να, ντεγί κ.τ.ο
ό.π.τ.
:
Παρένgειλάν dο να μη βγ̇εί ασ’ σο σπίτ’ όξω
(Τον διέταξαν να μη βγει από το σπίτι)
Σίλατ.
-Dawk.
Ράναναμ’ ντα λία σκέφια μας να μη πασλαντίσνι
(Προσέχαμε τα λίγα σκεὐη μας, για να μη σπάσουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είπα ντα κουρφάς, μη μας ρανήσ̑’ ναίκα τ’ ντε'ί
(Του τα είπα κρυφά, για να μην μας δει η γυναίκα του)
Μισθ.
-Φατ.
Ερ να μη μπορέσει, ’α ν’ τα ψοφαρίσω ’το το φίδι
(Αν δεν μπορέσει, θα το σκοτώσω αυτό το φίδι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ερ να μη τα ιδώ μο τα ’φτάλμε μου τζ̑ο πιστεύω σε
(Αν δεν το δω με τα μάτια μου δεν σε πιστεύω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Εσένα να μη το δείξω, και εις ποίον θα το δείξω;
(Αν δεν το δείξω σε σένα, σε ποιον θα το δείξω;)
Ποτάμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Έκαψε τα ρούχα τ’, για να μη τον τρών’ οι ψύλλ’
(Έκαψε τα ρούχα του, για να μην τον τρώνε οι ψύλλοι˙ για υπερβολικές αντιδράσεις που επιδεινώνουν αντί να λύνουν το πρόβλημα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Να μη ιδρώσ’ ο κώς σου, έργον τζ̑ο πορείς να ιδείς
(Αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, έργο δεν μπορείς να δεις˙ χωρίς προσπάθεια τίποτε δεν γίνεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Αρνητικό μόριο σε ειδικές προτάσεις
Φλογ.
:
Είπαν με μη να έρτουν
(Μου είπαν ότι δεν θα έρθουν
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
5. Σύνδεσμος εισαγωγής διαφόρων ειδών αρνητικών δευτερευουσών προτάσεων και συγκεκριμένα:
β.
συμπληρωματικών-βουλητικών
:
Παρακάλσεν dο μη τα ειπεί σε κανείνα
(Παρακάλεσε το κορίτσι να μην τα πει σε κανέναν
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πε τα μη μες κουπανίζ̑ει
(Πές του να μη μας δέρνει
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ἐβιψά το χαπάρι μη να νάρτει
(Του έστειλα ειδοποίηση να μην έρθει
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
γ.
συμπληρωματικών ενδοιαστικών
:
Φοβούμαι μη τα φάτε τσ̑ίπ͑ τα 'πίδε τσ̑αι μη με 'φήτσ̑ετε μένα νηστικό
(Φοβάμαι μήπως τα φάτε όλα τα αχλάδια και με αφήσετε εμένα νηστικό
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Χιτς̑ ρε σ'κών̑ιτι οπ' του φόβουν ντου ντανά μη τα ρήσ̑ει ντεγί
(Καθόλου δεν σηκώνεται από το φόβο του μήπως (αναγκαστεί να δέσει) το μοσχάρι
)
Σίλ.
-Dawk.
Αμμά φοβήσκι να τα ειπεί του βαβάν τζ̑ης οπ’ τσ̑ην ιρέαν ότσ̑ι μη τσ̑η σκοτώσει
(Αλλά φοβήθηκε να τα πει στον πατέρα της, με την σκέψη μην την σκοτώσει
)
Σίλ.
-Dawk.
Φοβείται μη dα ειπεί τον νταντά του
(Φοβάται μην τα πει στον πατέρα του
)
Φάρασ.
-Dawk.
Σακούντιζα μη πάθου ένα σιέι
(Πρόσεχα μην πάθω τίποτε
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το ένα μ’ τ’ αφτσί καλά καλά κουφὠχη, φοβούμαι μη κουφωχεί και τ’ άλλο μ’
(Το ένα μου το αφτί κουφάθηκε εντελώς, φοβάμαι μην κουφαθεί και το άλλο
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Φοούμεστι μη μες πάρουνι τα κορίτσα
(Φοβόμασταν μή μας πάρουν τα κορίτσια
)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Ασμ.
Aν πάγω ας τση ξερά, φοβούμαι μη συφθάσω
Kι αν πάγω ας τση χλερά, φοβούμαι μη μπατίσω (Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μήπως δεν προφτάσω
Κι αν πάω από το νερό φοβάμαι μή βουλιάξω) Τελμ. -Αλεκτ. Aν πάγω ας τση ξερά, φοβούμαι μη συφθάσω
Kι αν πάγω ας τση χλερά, φοβούμαι μη μπατίσω
(Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μήπως δεν προφτάσωΚι αν πάω από το νερό φοβάμαι μή βουλιάξω) Τελμ. -Αλεκτ.
Kι αν πάγω ας τση χλερά, φοβούμαι μη μπατίσω (Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μήπως δεν προφτάσω
Κι αν πάω από το νερό φοβάμαι μή βουλιάξω) Τελμ. -Αλεκτ. Aν πάγω ας τση ξερά, φοβούμαι μη συφθάσω
Kι αν πάγω ας τση χλερά, φοβούμαι μη μπατίσω
(Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μήπως δεν προφτάσωΚι αν πάω από το νερό φοβάμαι μή βουλιάξω) Τελμ. -Αλεκτ.
δ.
επιρρηματικών-τελικών
:
Φύγε απομbρό μ' με σε ντρανούν τα μάτια μ'
(Φύγε από μπροστά μου να μην σε βλέπουν τα μάτια μου
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το κιργιάς χέκα το απέσ’ με το τρώγ’ πσίκα
(Το κρέας το έβαλα μέσα, μην το φάει η γάτα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετζ̑ού έλα, με σε φαΐσ’
(Εδώ έλα, μη σε χτυπἠσει
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
’νεκομπούμεστε, μη φουσκώσουμε ’ς το νερό
(Ανασκουμπωνόμαστε, για να μη μουσκέψουμε από το νερό
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Κάτσε σ’ ένα κιoσ̑έ, μη σε χιωρήσ̑'
(Κάτσε σε μιά γωνιά για να μη σε δει
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα αλ'χ'νό ζουνάρ' βάλλισ̑καν ση λοχούσα μη να το πατήσ' Άλης
(Έβαζαν ένα κόκκινο ζωνάρι στην λεχώνα για να μην την πιάσει επιλόχιος πυρετός
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σούχτα ντου ράμμα καλά, μη λυχεί τσι πέσ’νι ντα ντεμάτια
(Σφίξε καλά το σκοινί, να μη λυθεί και πέσουν τα δεμάτια
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κάτσι καλά μη σι μπογτίσου
(Κάτσε καλά, μη σε πνίξω
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μη καμαρώνεις μη σι δα πάρου!
(Μην αποκοιμιέσαι, μη σου τα πάρω!
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
ε.
επιρρηματικών-υποθετικών
:
'γώ μην κλάψου, τσις να κλάψει;
(Αν δεν κλάψω εγώ, ποιος θα κλάψει;
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μην ήρτις, να πάου να σ' αραΐσου ήdουν 'ντιαριά ή στέρια
(Αν δεν ερχόσουν, θα πήγαινα να σε αναζητήσω αργά ή γρήγορα
)
Μισθ.
-Φατ.
Εκεινό με ήρτε, ογώ να πόω ήτον
(Αν δεν ερχόταν εκείνος, θα πήγαινα εγώ
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μη ήμουν εγώ, χα ψοφήσ'
(Αν δεν ήμουν εγώ, θα ψοφούσε
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Εις εσένα μη το μάθω, και σίνα να το μάθω;
(Αν δεν το αποκαλύψω σε σένα, σε ποιον να το αποκαλύψω;
)
Ποτάμ.
-Dawk.
Μού 'υρεύ', να μού σ̑ονίσει
(Αν δεν θέλει, ας μη χιονίσει
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Να μη τα πιστεύετε, ιδέτε τα!
(Αν δεν το πιστεύετε, δείτε το!
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
6. Απορηματικός σύνδεσμος εισαγωγής κύριων ερωτηματικών προτάσεων ολικής αγνοίας, μήπως
ό.π.τ.
:
Τι έν, μη ήρτεν στο Μισιχώρ και ο Γιωρίκας;
(Τι είναι, μήπως ήρθε στο Μεσοχώρι και ο Γιωργάκης;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Μη ράντσις ναίκα μ’;
(Μήπως είδες την γυναίκα μου;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μην είσαι ζαπίτ’ς του Γενιτζερίουν;
(Μήπως είσαι αξιωματικός των γενίτσαρων;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μη σε δώκαν τα φσ̑όκκα μου μα;
(Μήπως σε χτύπησαν τα παιδιά μου;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μην έχεις κανένα ισύ;
(Μήπως έχεις κανένα εσύ;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έβαψίν dα; λέω· μη λέρουις; λέω
(Τα έβαψε; λέω· μήπως λέρωσες; λέω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ιτά, Παύλι, μη ξέρ' μισ̑ώτικα ;
(Αυτός, Παύλο, μήπως ξέρει μιστιώτικα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Μη γένεις ’να όργου σκοτώης ντετσού;
(Μήπως σου συνέβη κάτι και σκοτώθηκες;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
γιόξα, μάκαρες
β.
Σύνδεσμος εισαγωγής δευτερευουσών ερωτηματικών προτάσεων
Αξ.
:
Ντράνα με πήεν
(Κοίτα μήπως πήγε
)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ντράνισκαν με έρουνται βραγιώς Τουρκιού να κλέψ'νε ντεΐ
(Φύλαγαν μήπως έρθουν το βράδυ Τούρκοι για να κλέψουν
)
Αξ.
-Παυλίδ.
Αράϊζαν σα πάγκουϊα απάν' μην έχ'νι τέτοια μπουκαλάκια
(Έψαχναν πάνω στους πάγκους μήπως έχουν τέτοια μπουκαλάκια
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Mη έχιτ' χουσούμια ντετσ̑ού ρώτα
(Ρώτα μήπως έχετε συγγενείς εκεί
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.