μετζιτιέ
(ουσ. αρσ.)
μεdζιτι-άς
[medzitiˈas]
Φάρασ.
μεdζ̑ιdι-έ
[medʒidiˈe]
Αξ.
μεdζιτιέ
[medziˈtçe]
Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
Ουδ.
μεdζίτι
[meˈdziti]
Ανακ., Μισθ., Φκόσ.
μεdζίτ'
[meˈdzit]
Ποτάμ.
μιdζίτ'
[miˈdzit]
Φλογ.
Πληθ.
μεdζιτιάδε
[medziˈtiaðe]
Φάρασ.
μιτζιτέδια
[midziˈteðʝa]
Φλογ.
μεdζιτι-έα
[medzitiˈea]
Σεμέντρ.
μεdζ̑ιdι-έρια
[medzidiˈerʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. mecidiye > mecitiye = οθωμανικό νόμισμα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861), αποκαλούμενο κατά συγκοπή και mecit. Βλ. Λεξ. Δημητράκου, λλ. μετζιντιέ, μετζίτιον, Μπόγκας (1959: 183).
Παλαιό αργυρό νόμισμα με αξία ίση με το ένα πέμπτο της οθωμανικής λίρας, δηλ. 20 γρόσια
ό.π.τ.
:
Δότε μ' ένα μεdζιτιέ
(Δώστε μου έναν μετζιτιέ)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
Mα και τα μεdζιτιέ-α σ'!
(Να και τα λεφτά σου!)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Ένα σεκλέμ’ άχυρο ένα μεdζίτ’ είχε
(Ένα τσουβάλι άχυρο κόστιζε ένα μετζίτι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Το κορίτσ̑' παίρισ̑κεν και πέντε μεdζιτιέδια σο χούφτα και ν' ανοίξ' το θύρα
(Η κοπέλα έπαιρνε ως και πέντε μετζιτιέδες, μιά λίρα, στη χούφτα για να ανοίξει την πόρτα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ονομασίας αφέντος κούντανεν ένα μεdζιτιέ, 10 γρούσ̑α, και κατσ̑ά πιουρούκταναν έππεγι παράδια
(Ο εορτάζων έρριχνε ένα μετζιτιέ, 10 γρόσια, και έτσι μαζεύονταν αρκετά χρήματα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Τα χι̂σι̂́μια σάνισ̑καν σο νύφ' απ' ένα μεdζιτιού παχτσ̑ίς
(Οι συγγενείς έδιναν στη νύφη από ένα μετζίτι φιλοδώρημα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
«Έπαρ’ και το μπαχσ̑ίσ̑ι σ’» είπε και πέτασέν ντο ένα χούφτα μεdζιdιέρια
(«Πάρε και το μπαξίσι σου» είπε και του πέταξε μιά χούφτα μετζίτια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήγρεψε κι είνται τα μετελίκια, τα γρούσ̑ε, τα μεdζ̑ιdιάδε, οι λίρες
(Κοίταξε, και (μέσα) υπήρχαν τα μετελίκια, τα γρόσια, τα μετζίτια, οι λίρες)
-Dawk.
|| Φρ.
Κα’ίσ̑τα ’να μεdζιdι-έ
(Έκατσα έναν μετζιτιέ˙ Έχασα, με ζημίωσαν έναν μετζιτιέ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μετζιτιέ σαλί
(Σάλι που κοστίζει ένα μετζιτιέ˙ πρόχειρο, καθημερινό σάλι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
γκουμούσι :2