ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μετανιώνω (ρ.) μετανιώνω [metaˈɲono] Γούρδ., Σινασσ. μετανιώνου [metaˈɲonu] Μισθ. Παθ. μετανιέμαι [metaʹɲeme] Σίλατ. Νεότ. ρ. μετανιώνω < αορ. μετανόησα-μετάνιωσα < μετανοώ.
Μετανιώνω, λυπούμαι εκ των υστέρων ή αλλάζω γνώμη για κάτι που έκανα : Μετάνιωσί ντου (Το μετάνιωσε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Γιαννάκη μ’ θέκνεις την Καλή σ’, ειδέ την κεφαλήν σου;
Και ’γώ δια την καλαίνα μου, την κεφαλήν μου θέκνω
Γιαννάκη μ’ μη μετανιέσαι, Γιαννάκη μ’ μη μετανιέσαι;
Κουρφάς κόρες και κεφαλή δεν βρίσκεται
(Γιαννάκη μου βάζεις ως θυσία την καλή σου ή το κεφάλι σου;
Εγώ για την Καλή μου, βάζω το κεφάλι μου
Γιαννάκη μου, μήπως να μετανιώσεις, Γιαννάκη μήπως να αλλάξεις γνώμη;
Κόρες πουτάνας βρίσκονται, άλλο κεφάλι δεν βρίσκεται)
Σίλατ. -Φαρασόπ.