μεσοχώρι
(ουσ. ουδ.)
μεσοχώρι
[mesoˈxori]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
μεσοχώρ'
[mesoˈxor]
Τζαλ., Φλογ.
μισοχώρ'
[misoʹxor]
Φλογ.
μισεχώρι
[miseˈxori]
Φάρασ.
μισιχώρ'
[misiʹxor]
Σινασσ.
Αρσ.
μισεχώρης ο
[miseʹxoris]
Φάρασ.
Από τα ουσ. μέση και χωριό. Η λ. ως τοπων. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Το κέντρο, η κεντρική πλατεία του χωριού
ό.π.τ.
:
Σο μεσοχώρι χόρευαμ’ του Χριστού ή τη Λαμπρή
(Στο μέσον του χωριού χορεύαμε τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Πααίνκεν ως το μισεχώρι, 'στέρου 'υρίσκανdε ξωπίσω
(Πήγαινε ως το μέσον του χωριού, μετά γύριζε πίσω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα κάτου ο μεχάς σο μισεχώρι
(Ο κάτω μαχαλάς στην πλατεία του χωριού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Κρούνγκιν ο σήμαντρος τσ̑αι τσ̑ιπ μας παγαίνκαμε σο μεσοχώρι τσ̑αι σο χαβλού
(Χτυπούσε η καμπάνα και αμέσως πηγαίναμε στο κέντρο του χωριού και στην αυλή)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Να πάγω ίσιαμ’ στο μισιχώρ’
(Να πάω μέχρι το κέντρο του χωριού)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.