μεσιακός
(επίθ.)
μεσακός
[mesaˈkos]
Σίλ.
μεσ̑εκός
[meʃeˈkos]
Σίλ.
μεσ̑ικός
[meʃiʹkos]
Σίλ.
Θηλ.
μεσ̑εκή
[meʃeˈci]
Σίλ.
μεσ̑ική
[meʃiʹci]
Σίλ.
Ουδ.
μεσακό
[mesaˈko]
Σινασσ.
μέσακo
[ˈmesako]
Τελμ.
Μεσν. επίθ. μεσακός, το οπ. από. το ουσ. μέση και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός, με αποβολή του ημιφ. O τύπ. μεσικός -η με επίθμ. -ικός.
Μεσαίος
ό.π.τ.
:
Μεσ̑εκή νύφη
(Μεσαία νύφη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Ανοίζει τὄνα, δεν έχει, ανοίζει τ' άλλο γέμει
ανοίζει και το μέσακο, παλιού φιδιού φαρμάκι (Ανοίγει το ένα (πιθάρι), είναι άδειο, ανοίγει τ' άλλο, είναι γεμάτο
ανοίγει και το μεσαίο, έχει φαρμάκι παλιού φιδιού) Τελμ. -Lag. Η πάνω βίγλα πάρτηκεν, η κάτ’ αποκοιμάται
στη μεσιακήν εστράγγισε το αίμα (Η πάνω φρουρά καταλήφθηκε, η κάτω αποκοιμήθηκε
στην μεσαία στρἀγγιξε το αίμα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μέση, μεσινός, ορταντζά
ανοίζει και το μέσακο, παλιού φιδιού φαρμάκι (Ανοίγει το ένα (πιθάρι), είναι άδειο, ανοίγει τ' άλλο, είναι γεμάτο
ανοίγει και το μεσαίο, έχει φαρμάκι παλιού φιδιού) Τελμ. -Lag. Η πάνω βίγλα πάρτηκεν, η κάτ’ αποκοιμάται
στη μεσιακήν εστράγγισε το αίμα (Η πάνω φρουρά καταλήφθηκε, η κάτω αποκοιμήθηκε
στην μεσαία στρἀγγιξε το αίμα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μέση, μεσινός, ορταντζά