μεσινός
(επίθ.)
μεσ̑ινό
[meʃiʹno]
Μαλακ.
μεσ̑'νό
[meʃʹno]
Μισθ.
Γεν.
μεσ̑'νού
[meʃʹnu]
Μισθ.
Από το νεότ. επίθ. μεσινός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. μέση και το παραγωγ. επίθμ.-ινός. Η χρήση κατά γεν. πτώση συνήθης σε επίθ. δηλωτικά τόπου.
2. Το ουδ. ως ουσ., η μέση, το κέντρο
ό.π.τ.
:
Κουβαριού dου μεσ’νού
(Η μέση, το εσωτερικό του κουβαριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.