ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεσινός (επίθ.) μεσ̑ινό [meʃiʹno] Μαλακ. μεσ̑'νό [meʃʹno] Μισθ. Γεν. μεσ̑'νού [meʃʹnu] Μισθ. Από το νεότ. επίθ. μεσινός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. μέση και το παραγωγ. επίθμ.-ινός. Η χρήση κατά γεν. πτώση συνήθης σε επίθ. δηλωτικά τόπου.
1. Μεσαίος, μεσιανός ό.π.τ. Συνών. μέση, μεσιακός, ορταντζά
2. Το ουδ. ως ουσ., η μέση, το κέντρο ό.π.τ. : Κουβαριού dου μεσ’νού (Η μέση, το εσωτερικό του κουβαριού) Μισθ. -Κωστ.Μ.