ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεσινός (επίθ.) μεσ̑ινό [meʃiˈno] Μαλακ. μεσ̑'νό [meʃˈno] Μισθ. Γεν. μεσ̑'νού [meʃˈnu] Μισθ. Από το νεότ. επίθ. μεσινός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. μέση και το παραγωγ. επίθμ.-ινός. Η χρήση κατά γεν. πτώση συνήθης σε επίθ. δηλωτικά τόπου.Ο σχηματ. κατά γεν. πτώση συνήθης σε τοπ. και χρον. προσδ. Πβ. βραδινός, εμπροστινός, μεσινός
1. Μεσαίος, μεσιανός ό.π.τ. Συνών. μέση, μεσιακός, ορταντζά
2. Το ουδ. ως ουσ., η μέση, το κέντρο ό.π.τ. : Κουβαριού dου μεσ’νού (Η μέση, το εσωτερικό του κουβαριού) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025