μεσινός
(επίθ.)
μεσ̑ινό
[meʃiˈno]
Μαλακ.
μεσ̑'νό
[meʃˈno]
Μισθ.
Γεν.
μεσ̑'νού
[meʃˈnu]
Μισθ.
Από το νεότ. επίθ. μεσινός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. μέση και το παραγωγ. επίθμ.-ινός. Η χρήση κατά γεν. πτώση συνήθης σε επίθ. δηλωτικά τόπου.Ο σχηματ. κατά γεν. πτώση συνήθης σε τοπ. και χρον. προσδ.
Πβ.
βραδινός,
εμπροστινός,
μεσινός
2. Το ουδ. ως ουσ., η μέση, το κέντρο
ό.π.τ.
:
Κουβαριού dου μεσ’νού
(Η μέση, το εσωτερικό του κουβαριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025