μεταξώνα
(επίθ.)
μεταξώνα
[metaˈksona]
Ανακ.
Από το ουσ. μετάξι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μεταξωτός
:
Μεταξώνα π͑οσ̑ί
(Μεταξωτός κεφαλόδεσμος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.