ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέστι (ουσ. ουδ.) μέστ' [mest] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. Πληθ. μέστια [ˈmestça] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. μέστι (πβ. Γόρδ. Ἐπιστ. 1.211.19 «Λάβε καὶ ζυγὴν μίαν ἐμβάδων μετὰ τῶν ἐν αὐταῖς μεστίων»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mest = είδος ελαφρού παπουτσιού.
Ελαφρό δερμάτινο παπούτσι χωρίς τακούνι ό.π.τ.