μεχλέμ
(ουσ. ουδ.)
μεχλέμ
[meˈxlem]
Αξ., Φλογ.
μεχλιέμ
[meˈxʎem]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. merhem/melhem = θεραπευτική αλοιφή (< περσ. malham/marham), το οπ. από το ελλ. ουσ. μάλαγμα μέσω της αραβ. Βλ. Tietze 2018, λ. merhem/melhem. Πβ. και Ποντ. μελεχέμιν, για το οπ. βλ. Καραποτόσογλου (1985: 160).
Θεραπευτική αλοιφή
ό.π.τ.
:
Eκείνο το στάχτ' ποίκεν το ένα μεχλέμ· πήεν το σο βασ̑ιλιό, γιαγλάτ'σεν το σο κοβντέ τ', γένην καλά
(Εκείνη την στάχτη την έκανε μιά θεραπευτική αλοιφή· πήγε στο βασιλιά, την άλειψε στο σώμα του, έγινε καλά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Γι̂λι̂́τς̑ μεχλεμί
(Σπαθιού αλοιφή˙ Είδος ιαματικής αλοιφής)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
αλοιφή, ντερμάνι :1