ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεχλέμ (ουσ. ουδ.) μεχλέμ [meˈxlem] Αξ., Φλογ. μεχλιέμ [meˈxʎem] Μισθ. μασ̑λιάμ [maʃˈʎam] Γούρδ. Από το τουρκ. ουσ. merhem = θεραπευτική αλοιφή (< περσ. malham), το οπ. από το ελλ. ουσ. μάλαγμα μέσω της αραβ. και Ποντ. μελεχέμιν, για το οπ. βλ. Καραποτόσογλου (1985: 160). Εσφαλμένη η σύναψη του τύπ. μασ̑λιάμ με το τουρκ. ουσ. müshil = καθάρσιο (Dawkins 1916: 622).
Θεραπευτική αλοιφή ό.π.τ. : Eκείνο το στάχτ' ποίκεν το ένα μεχλέμ· πήεν το σο βασ̑ιλιό, γιαγλάτ'σεν το σο κοβντέ τ', γένην καλά (Εκείνη την στάχτη την έκανε μιά θεραπευτική αλοιφή· πήγε στο βασιλιά, την άλειψε στο σώμα του, έγινε καλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Επήγε εκεί σο σπίτσ̑ι τ’, και εκεί ηύρε ένα σ̑ισ̑έ μασ̑λιάμ, γιαβλάτ'σ̑εν ντο σο γουργούι τ' και γιάρωσε (Πήγε εκεί στο σπίτι του, και εκεί βρήκε ένα μπουκάλι θεραπευτική αλοιφή, την άλειψε στο λαιμό του και έγινε καλά) Γούρδ. -Dawk. || Φρ. Γι̂λι̂́τς̑ μεχλεμί (Σπαθιού αλοιφή˙ Είδος ιαματικής αλοιφής) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. αλοιφή, ντερμάνι :1