μιγτίτσης
(επίθ.)
μιγτίτσης
[miˈɣtitsis]
Φάρασ.
Πληθ.
μιγτίτσες
[miˈɣtitses]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. iğdiş = α) για άλογο, ευνουχισμένος β) διαλεκτ., αρρωστιάρης, πολύ αδύνατος, όπου και διαλεκτ. τύπ. iğdiç (Tietze 2016, λ. iğdiş). Το αρκτ. [m] πιθ. με επίδρ. του τουρκ. διαλεκτ. τύπ. midik του minik = α) μικρούλης και χαριτωμένος β) ως διαλεκτ. σημ., μικρό σκυλάκι.
Μικρόσωμο άλογο
Φάρασ.