ανατρέχω
(ρ.)
ανατρέχω
[anaˈtrexo]
Ανακ., Ποτάμ., Τζαλ.
Αρχ. ρ. ἀνατρέχω.
Μόνο σε άσμ., διατρέχω, τρέχω εδώ κι εκεί
ό.π.τ.
:
Στους πύργους ανατρέχει και μοιρολογά
(Τρέχει πάνω κάτω στους πύργους και μοιρολογεί)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322
Συνών.
τρέχω