ανασταίνω
(ρ.)
αναστάνω
[anaˈstano]
Μισθ.
Μτχ.
'νιστημένο
[nistiˈmeno]
Φλογ.
Από το μεταγν. ρ. ἀνιστάω, το οπ. από αρχ. ἀνίστημι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άνω.
β.
Η μτχ. ανεστημένο = καημένο, ορφανό
Φλογ.