ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανασταίνω (ρ.) αναστάνω [anaˈstano] Μισθ. Μτχ. 'νιστημένο [nistiˈmeno] Φλογ. Από το μεταγν. ρ. ἀνιστάω, το οπ. από αρχ. ἀνίστημι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άνω.
1. Ανασταίνω Μισθ. Συνών. λιαρώνω
2. Μεγαλώνω παιδί Μισθ. Συνών. αυξάνω, γετίζω, μποϊουτουρντίζω
β. Η μτχ. ανεστημένο = καημένο, ορφανό Φλογ.